παίζοντας

παίζοντας
παίζω
play like a child
pres part act masc acc pl
παΐζοντας , παίζω
play like a child
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Κρεββατά, Μαρίκα — (1910 – 1994). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Προερχόταν από θεατρική οικογένεια και εμφανίστηκε πολύ μικρή στη σκηνή κοντά στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1925 πραγματοποίησε την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση και μέχρι το 1935 …   Dictionary of Greek

  • Μάρβιν, Λι — (Lee Marvin, Νέα Υόρκη 1924 – 1987). Αμεριανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ασχολήθηκε με το θέατρο στην Νέα Υόρκη και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1951. Εξελίχθηκε σε σημαντικό πρωταγωνιστή του Χόλιγουντ στις δεκαετίες του 1960 και… …   Dictionary of Greek

  • ALVEUS Lusorius — memoratur Plinio l. 37. c. 2. ex actis triumphorum Pompeii Magni: Transtulit alveum cum tesseris lusorium e gemmis duabus, latum pedes tres, longum pedes quatuor; tertia enim pars longitudinis adiciebatur ut plurimum in illis lusoriis alveis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… …   Dictionary of Greek

  • αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει …   Dictionary of Greek

  • αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”